Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

«Το 2030 θα επιστρέψουμε στο επίπεδο του 2009»

«Το 2030 θα επιστρέψουμε στο επίπεδο του 2009»

«Το 2030 θα επιστρέψουμε στο επίπεδο του 2009»

Διάλογος για τα δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας

Κυριακή, 26 Ιανουαρίου 2014 11:38
  

EPA/ARNO BURGI
Από τη στιγμή που η Ελλάδα δεν απέφυγε μία δημοσιονομική προσαρμογή – σοκ, τώρα οφείλει να εξορθολογίσει τις δαπάνες προς όφελος των άπορων και να κάνει τα αδύνατα δυνατά για να προσελκύσει επενδύσεις πολλών δις με στόχο τη μείωση της ανεργίας, εκτιμά ο πρώην σύμβουλος της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας Ζαφείρης Τζαννάτος, ο οποίος σε συνέντευξη στο naftemporiki.gr (3ο μέρος) υπογραμμίζει τις κοινωνικές επιπτώσεις της κρίσης.
Μπορεί η λιτότητα η οποία εφαρμόζεται σήμερα στην Ελλάδα, μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα, να οδηγήσει σε ανάπτυξη; Αν ναι, υπό ποιες προϋποθέσεις. Αν όχι, ποιες είναι οι εναλλακτικές.
Τα ισχύοντα μέτρα δεν ευνοούν τη μακροπρόθεσμη ή τη μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη. Τα αποτελέσματα του προγράμματος μιλούν από μόνα τους. Εσωτερική έρευνα του ΔΝΤ, με βάση την ανάλυση 107 χωρών και 79 επεισοδίων μείωσης του δημόσιου χρέους μέσω διακριτικών δημοσιονομικών προσαρμογών από το 1980 έως το 2012, καταδεικνύει ότι εμπροσθοβαρείς δημοσιονομικές προσαρμογές επιβραδύνουν την ανάκαμψη και ως συνέπεια την ανάπτυξη. Ουσιαστικά είναι ακριβώς αυτό που έκανε η Ελλάδα. Και ήταν μία σαφώς λανθασμένη προσέγγιση.
Οι επιπτώσεις των εμπροσθοβαρών προγραμμάτων που εφαρμόζουν θεραπείες - σοκ είναι ιδιαίτερα δυσμενείς όταν υπάρχουν περιορισμοί στη χορήγηση πιστώσεων. Η Ελλάδα πληροί αυτήν τη δυσάρεστη συνθήκη. Δεν υπάρχει πίστωση στην αγορά.
Αντ’ αυτού, δημοσιονομικές προσαρμογές που εφαρμόζονται σταδιακά και βασίζονται σε ένα σωστό μείγμα μέτρων για τα έσοδα και τις δαπάνες έχουν πιο θετικά αποτελέσματα μια και βοηθούν στην επανεπέκταση της παραγωγής. Στο πλαίσιο αυτό, η προστασία των δημοσίων επενδύσεων είναι ζωτικής σημασίας για τη μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη.
Πώς μπορούν να στηριχθούν περισσότερο οι ευάλωτες κοινωνικές ομάδες σήμερα;
Παραδοσιακά στην Ελλάδα, η κοινωνική προστασία ήταν κυρίως μη κυβερνητική. Παρά τους ισχυρισμούς για πολύ γενναιόδωρες κοινωνικές παροχές, η κοινωνική πρόνοια είναι εμβρυώδης για μία χώρα που ήταν στις 30 πιο αναπτυγμένες στον κόσμο. Οι περισσότεροι Έλληνες έχουν αποφύγει σε μεγάλο βαθμό την έσχατη ένδεια ουσιαστικά μέσω των υψηλών ποσοστών ιδιοκατοίκησης και της υποστήριξης από τις οικογένειές τους. Σίγουρα, οι συνταξιούχοι - φαντάσματα και οι… τυφλοί οδηγοί ταξί δεν έχουν καμία θέση σε ένα καλά διοικούμενο κράτος πρόνοιας. Και θα πρέπει να καταργηθούν τα πολλά οφέλη που έχουν απονεμηθεί σε λίγους στη βάση πελατειακών σχέσεων. Αυτό όμως απαιτεί τη μείωση της ευνοιοκρατίας και της διαφθοράς. Οι μεταρρυθμίσεις στην κοινωνική πρόνοια πρέπει να γίνονται προσεκτικά ώστε να μην πετάξει κανείς το μωρό μαζί με τα νερά του μπάνιου.
Σύμφωνα με μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας πριν από την κρίση, το 88% της μείωσης της φτώχειας στην Ελλάδα από όλες τις διάφορες κοινωνικές παροχές πριν από την κρίση προερχόταν από τις συντάξεις, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μέσο όρο του 62% σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οι συντάξεις έχουν μειωθεί δικαίως για εκείνους που λάμβαναν πολλές και παχυλές αλλά απερίσκεπτα για όσους δεν μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα.


Ο κ. Ζαφείρης Τζαννάτος διδάσκει οικονομικά στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο της Βηρυττού. Ο ίδιος ήταν επικεφαλής της ομάδας που σχεδίασε τις πτυχές -για την απασχόληση και τον κοινωνικό τομέα- του τότε μεγαλύτερου πακέτου διάσωσης στην ιστορία, της Νότιας Κορέας, το 1997. Έχει διατελέσει σύμβουλος του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας, όπως και της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Ως αποτέλεσμα των περικοπών των συντάξεων, οι συνταξιούχοι στην Ελλάδα που διατρέχουν κίνδυνο φτώχειας ανήλθαν στο 20%, σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 14% (στην ΕΕ-27 και στην ΕΕ-15).
Ως αποτέλεσμα της ύφεσης, ένα επιπλέον 5% των Ελλήνων είδε τα εισοδήματά του το 2009 να πέφτουν κάτω από το όριο της φτώχειας σε μόλις έναν χρόνο, έως το 2010. Αυτό το γεγονός έπρεπε να αξιοποιηθεί πριν μπουν τα συμπληρωματικά μετρα του 2011 και μετά.  Σύμφωνα με έρευνα το 2012, το 60% των οικογενειών ανέφερε ότι υποφέρει από «επισιτιστική ανασφάλεια», ενώ το 23% ζούσε ήδη μία κατάσταση επισιτιστικής ανασφάλειας και πείνας. Σήμερα, κατά μέσο όρο, έχει εξαλειφθεί το 40% των διαθέσιμων εισοδημάτων των νοικοκυριών -και η μείωση είναι πολύ μεγαλύτερη για τους φτωχούς, καθώς οι πλούσιοι (το «1%») τυπικά αυξάνουν τα εισοδήματά τους κατά τη διάρκεια κρίσεων.
Η Ελλάδα κατατάσσεται πλέον έκτη στην ΕΕ όσον αφορά στις χειρότερες συνθήκες διαβίωσης, με περισσότερο από το 30% της μεσαίας τάξης να αντιμετωπίζει τον κίνδυνο φτώχειας. Ακολουθείται από τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, τη Λετονία, την Ουγγαρία και τη Λιθουανία -μία όχι τόσο αξιοζήλευτη ομάδα χωρών. Πολύ πρόσφατη μελέτη της Ομάδας Δημόσιας Πολιτικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών καταδεικνύει ότι τα εισοδήματα που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας υπερβαίνουν το 45%.
Η ανεργία αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω, σύμφωνα με τοπικές (ΚΕΠΕ) ή διεθνείς μελέτες (Levy Institute, το οποίο προβλέπει ότι η ανεργία θα φτάσει το 34%, πριν αρχίσει να μειώνεται). Προσωπικά δεν νομίζω ότι η ανεργία θα φτάσει τόσο ψηλά για δύο λόγους: πρώτον, διότι συνεχίζεται η μαζική μετανάστευση και δεύτερον, διότι το ιστορικό ρεκόρ ανεργίας είναι 29%, το 1929, στις ΗΠΑ. Πάνω από αυτό το ύψος της ανεργίας, οι κυβερνήσεις και οι οικονομικές πολιτικές αλλάζουν και επανακτούν «ανθρώπινο πρόσωπο».
Οι επιπτώσεις και ο τρόπος της μείωσης των δαπανών για την υγεία αναφέρονται καθημερινά από τα ΜΜΕ. Άλλες, λιγότερο γνωστές, συνέπειες της κρίσης (και της κακοδιαχείρισης στις δημόσιες υπηρεσίες) αφορούν στην αποτυχία της Ελλάδας να επιμεληθεί τις ανάγκες επεξεργασίας και διάθεσης των αστικών λυμάτων. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρέπεμψε την Ελλάδα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο το οποίο επέβαλε πρόστιμο 12 εκατ. ευρώ και ημερήσια χρηματική ποινή ύψους 47.500 ευρώ έως ότου εκπληρωθούν οι υποχρεώσεις.
Ως προς κάποια ζητήματα που ξεχνιούνται εύκολα, επιδεινώνεται η μεταχείριση των κρατουμένων οι οποίοι θα πρέπει να σωφρονίζονται και όχι απλώς να τιμωρούνται. Οι τελευταίες ετήσιες στατιστικές του Συμβουλίου της Ευρώπης κατέδειξαν υπερπληθυσμό των ελληνικών φυλακών κατά 50%. Ο αριθμός των κρατουμένων αυξήθηκε σταθερά από 11.364 το 2010 σε 13.147. Ωστόσο, ο προϋπολογισμός των φυλακών έχει μειωθεί από 136 εκατ. το 2009 σε 111 εκατ. το τρέχον έτος. Η Ολλανδία, με έναν παρόμοιο αριθμό κρατουμένων, έχει ετήσιο προϋπολογισμό φυλακών ύψους περίπου 2 δις. Και πάλι, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποφάνθηκε πρόσφατα ότι η Ελλάδα ήταν υπεύθυνη για «απάνθρωπες και εξευτελιστικές συνθήκες» στις φυλακές και επέβαλε πρόσθετες κυρώσεις. Αυτή δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να αυξηθούν οι δημοσιονομικές πιέσεις λόγω αδράνειας.
Είναι δύσκολο να αυξηθούν οι δαπάνες, όταν το έλλειμμα αποτελεί περιοριστικό δημοσιονομικό στόχο. Αλλά μέσα σε αυτόν τον περιορισμό υπάρχει περιθώριο για εξορθολογισμό των δημοσίων δαπανών, με στόχο την προστασία των αναξιοπαθούντων και των άπορων και την εξάλειψη της διαφθοράς. Δεν είναι απάντηση στη σύγχρονη ευρωπαϊκή οικονομία η αδιάκριτη μείωση των ήδη χαμηλών παροχών και ο αποκλεισμός ομάδων (που πραγματικά την αξίζουν) από μία μικρή οικονομική βοήθεια η οποία μπορεί να κάνει μεγάλη διαφορά στις ζωές τους.
Θετικά σημεία δεν εντοπίζετε στο ελληνικό πρόγραμμα;  
Και βέβαια υπάρχουν θετικά στοιχεία στο πρόγραμμα! Σχεδόν όλα τα στοιχεία που περιλήφθηκαν στο πρόγραμμα έπρεπε να είχαν αρχίσει να εφαρμόζονται εδώ και χρόνια. Η κριτική μου αναφέρθηκε στην αρχική λανθασμένη διάγνωση (ρευστότητα ή αφερεγγυότητα), στην εμπροσθοβαρή φύση τόσων πολλών μέτρων (χωρίς να ληφθεί υπόψη η ικανότητα εφαρμογής τους), στο μείγμα και στο μέγεθος των μέτρων (για παράδειγμα τη μεγάλη αύξηση των εσόδων αντί της μείωσης των εξόδων), στην παράλειψη του ρόλου της άτυπης οικονομίας (που είναι μία παραγωγική οικονομία και από κοινωνικής πλευράς παρέχει εργασία και εισοδήματα σε πολλούς), στη μη ορθολογιστική προσέγγιση της μείωσης των κοινωνικών παροχών (οριζόντιες μειώσεις), στην υπερβολική αισιοδοξία των προγνώσεων (ότι η ανάκαμψη θα έρθει το 2011 και μετά το 2012 και μετά το 2013 ή ότι η ανεργία θα πέσει κατά 10 μονάδες μέσα σε 5 χρόνια) κ.ο.κ. Μπορεί να πει κανείς ότι το πρόγραμμα θα ήταν ένα σωστό πρόγραμμα για την Ευρώπη αλλά και για την Ελλάδα αν η Ευρώπη ήταν ένα ενοποιημένο κράτος, όπως οι ΗΠΑ. Από τη στιγμή που η Ευρώπη παραμένει ακόμα ένα σύνολο ανεξάρτητων κρατών, το πρόγραμμα δεν εξυπηρέτησε τα ελληνικά συμφέροντα.
Σε κάθε περίπτωση, πολλά έπρεπε και πρέπει να διορθωθούν. Για παράδειγμα, επί πολλά χρόνια ήταν εμφανής η μη βιωσιμότητα των συντάξεων. Δεδομένης της μακροζωίας των Ελλήνων και της πενιχρής ανάπτυξης της χώρας, η Ελλάδα γέρασε πριν γίνει όσο πλούσια έπρεπε από τις ίδιες τις οικονομικές της ικανότητες. Η διαφορά μεταξύ της πραγματικής ικανότητας να πληρώνει συντάξεις και του τρόπου με τον οποίο τελικά τις πλήρωνε (πολλές και υψηλές συντάξεις για τους λίγους) καλύφθηκε έως τώρα από ελλειμματικά ταμεία και από αυξημένο δημόσιο χρέος. Αυτό έπρεπε να διορθωθεί, αλλά όχι να με τη μείωση των ελάχιστων συντάξεων ή χωρίς να ληφθούν υπόψη άλλα εισοδηματικά ή περιουσιακά στοιχεία των δικαιούχων.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι η πάταξη της φοροδιαφυγής, η οποία επίσης έπρεπε να αντιμετωπιστεί. Από εδώ και πέρα χρειάζεται έμφαση στους λίγους με τα μεγάλα εισοδήματα που δεν πληρώνουν πολλά και όχι στους πολλούς που αποκρύπτουν λίγα από αυτά τα οποία παράγουν. Όπως παρατηρείτε, αναφέρομαι σε «εισοδήματα» για τους πρώτους και σε «παραγωγή για τους δεύτερους. Αυτό που γνωρίζουν οι οικονομολόγοι και που αποτελεί άλλωστε κοινή λογική είναι το εξής: είναι προτιμότερο και έχει μικρότερες επιπτώσεις στην οικονομία να φορολογείς πρώτα την κατανάλωση (για παράδειγμα με ΦΠΑ), μετά τα εισοδήματα (ιδίως το υψηλότερα) και τελευταία την παραγωγή που παρέχει τα εισοδήματα και επιτρέπει την κατανάλωση. Τα μέτρα κινούνται σε γενικές γραμμές προς αυτήν την κατεύθυνση, αλλά θα μπορούσαν να είναι καλύτερα στην έκταση και στη σύνθεση.  
Κάτι ακόμη για τη φορολογία: Σε γενικές γραμμές η φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας είναι προτιμότερη από τη φορολόγηση της παραγωγής, των εισοδημάτων και της κατανάλωσης. Τα μέτρα λοιπόν κινούνται μεν πάνω σε αυτήν τη λογική, αλλά θα πρέπει να λάβουν υπόψη και να διακρίνουν, με βάση τις κοινωνικές συνέπειες, ποιος ιδιοκατοικεί σε ένα μικρό διαμέρισμα και ποιος διαθέτει βίλλα με πισίνα.
Οι δαπάνες στον χώρο της υγείας έπρεπε επίσης να εξορθολογιστούν με περισσότερη έμφαση στα φάρμακα από μειώσεις οι οποίες είχαν σοβαρή επίπτωση στις ιατρικές υπηρεσίες και στις βασικές νοσοκομειακές παροχές.
Ο χώρος των επιδομάτων, εργασιακών και κοινωνικών, έπρεπε και αυτός να εξυγιανθεί.  Υπήρχαν πολλά πελατειακά επιδόματα και, σαν να μην έφτανε αυτό, πολλοί τα λάμβαναν χωρίς να τηρούν τις προϋποθέσεις που χρειάζονταν. Παράλληλα, η απελευθέρωση πολλών επαγγελμάτων ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει εδώ και πολύ καιρό.
Οι εργασιακές σχέσεις έπρεπε επίσης να εκσυγχρονιστούν, αλλά όχι να καταργηθούν στον βαθμό συνέβη με διάφορες πρόσφατες μονομερείς κυβερνητικές αποφάσεις, χωρίς τη συμμετοχή των εργοδοτών και των εργαζομένων. Εδώ αρκεί να επικαλεστώ αυτό που είπε ο πρόεδρος το ΣΕΒ το 2010: «Οι επιχειρησιακές συμβάσεις είναι συλλογικές συμβάσεις. Και οι επιχειρησιακές συμβάσεις δεν απειλούν δουλειές, σώζουν δουλειές, γιατί ακριβώς δίνουν τη δυνατότητα ή εκφράζουν τη δυνατότητα που έχουν οι εργαζόμενοι από κοινού με την επιχείρησή τους να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της κρίσης... Οι παρεμβάσεις που στηρίζουμε για το πώς πρέπει να διαμορφωθεί αυτό το νέο σύστημα προέρχονται από την Ευρώπη και δεν προέρχονται από κάποια αφρικανική χώρα στην οποία μαστιγώνουν τους εργαζόμενους».
Η Ελλάδα χρειάζεται ένα σύγχρονο σύστημα εργασιακών σχέσεων, αντίστοιχο πολλών ευρωπαϊκών χωρών. Για παράδειγμα, η Γερμανίακατάφερε να μην έχει κρίση τη δεκαετία του 2000 μετά από ένα κοινωνικό συμβόλαιο το οποίο ενέκριναν όλοι και που προέβλεπε να μην αυξηθούν (όχι να μειωθούν) οι μισθοί μέχρι να ανακάμψει η οικονομία (αυτό σε συνδυασμό με ένα καλό σύστημα κοινωνικών παροχών). Πιο πρόσφατα, μετά τις τελευταίες εκλογές στη Γερμανία, βλέπαμε την -προσκείμενη στη δεξιά- κα Μέρκελ να συζητά την περίπτωση νέας νομοθεσίας για την εισαγωγή κατώτατων μισθών. Αυτό δείχνει ότι δεν υπάρχουν πια δεξιές και αριστερές οικονομικές πολιτικές, αλλά μόνο σωστές πολιτικές που προκύπτουν από πλατύ διάλογο και με τη συμφωνία της ευρύτερης μάζας των πολιτών -και όχι της κυβέρνησης της μιας ήμερας.
Ποιες προοπτικές προβάλλουν για την ελληνική οικονομία εν μέσω της ιδιαίτερα υψηλής ανεργίας;
Η Ελλάδα χρειάζεται ένα νέο αξιόπιστο πρόγραμμα που θα εκτελεστεί καλά. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς οικονομολόγος για να αντιληφθεί ότι η χώρα εξακολουθεί να είναι αφερέγγυα. Πρόκειται για απλή αριθμητική: Η Ελλάδα είχε ένα χρέος ύψους 329 δις ευρώ το 2010, έλαβε δάνεια σχεδόν όσο τα «κουρέματα» και η «συγχώρεση», για να καταλήξει (αν όλα πάνε καλά) με 300 δις χρέος το 2020 και πιθανώς αργότερα. Έστω και αν στο μεταξύ αποφεύχθηκε η αδυναμία πληρωμής, οι προοπτικές είναι δυσοίωνες.
Οι επενδύσεις δεν θα μπορέσουν να καταφέρουν ένα χτύπημα, τουλάχιστον γρήγορο, στην ανεργία.  Για παράδειγμα, η καλοδεχούμενη επιτυχία της προσφάτως εγκριθείσας επένδυσης στον Trans Adriatic Pipeline (TAP) ανέρχεται σε 1,5 δις ευρώ. Η επένδυση στον TAP αναμένεται να δημιουργήσει άμεσα 2.000 νέες θέσεις εργασίας και επιπλέον 10.000 περιφερειακές νέες θέσεις στην αγορά εργασίας. Αν υποθέσουμε ότι αυτό θα υλοποιηθεί και γρήγορα, και ότι όλες οι νέες δουλειές θα καταλήξουν στους Έλληνες και όχι σε μετανάστες, τότε μιλάμε για 125.000 ευρώ ανά νέα θέση εργασίας. Με αυτόν τον ρυθμό, η μείωση της ανεργίας κατά 400.000 (από το σημερινό 1,4 εκατομμύριο) θα απαιτήσει επενδύσεις ύψους 50 δισεκατομμυρίων ευρώ. Τέτοιου ύψους επενδύσεις απαιτούνται σήμερα. Αλλά το πόσο είναι τεράστιο. Από πού θα έρθει;
Ούτε οι προσδοκίες από τις ιδιωτικοποιήσεις μπορούν να είναι τόσο υψηλές. Η διεθνής εμπειρία καταδεικνύει ότι η ικανότητα του ιδιωτικού τομέα ή των συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα να δώσουν πολλά και γρήγορα αποτελέσματα δεν είναι μεγάλη. Και τα αποτελέσματα στην αγορά εργασίας είναι συνήθως πολύ μικρότερα από τα αναμενόμενα. Η περίπτωση της κινεζικής ναυτιλιακής εταιρίας China Ocean Shipping  Co (Cosco) είναι ένα καλό παράδειγμα.
Η Cosco ανέλαβε τον έλεγχο των τερματικών σταθμών εμπορευματοκιβωτίων του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς (ΟΛΠ) τον περασμένο Ιούνιο, μισθώνοντας τις υποδομές για 35 χρόνια με σχεδόν 4 δις ευρώ (με την εταιρεία μάλιστα να απαιτεί την απαλλαγή από ορισμένα τέλη που επιβάλλει ο ΟΛΠ). Η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας η οποία αναμένεται από αυτήν την επένδυση είναι μικρή. Ο τερματικός σταθμός εμπορευματοκιβωτίων του Πειραιά απασχολεί 700 εργαζόμενους εκ των οποίων λιγότεροι από τους μισούς είναι πλήρους απασχόλησης. Υπάρχει δηλαδή πολλή «αναδουλειά» ανάμεσα στους ήδη εργαζόμενους η οποία θα πρέπει να ληφθεί υπόψη πριν από τη δημιουργία πρόσθετων θέσεων εργασίας. Ακόμη και αν δημιουργούνται 500 νέες θέσεις εργασίας, αυτό θα σημαίνει ένα κόστος 8 εκατ. ευρώ ανά νέα θέση εργασίας σε σχέση με το ποσό της ιδιωτικοποίησης. Κατ’ επέκταση, η μείωση της ανεργίας κατά 400.000 θα απαιτούσε 3 τρις ευρώ. Αυτό το ποσό είναι 150 φορές μεγαλύτερο από το αναμενόμενο συνολικό πακέτο των ιδιωτικοποιήσεων και 15 φορές μεγαλύτερο από το ελληνικό ΑΕΠ.
Σύμφωνα με τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας (ILO), κατά μέσο όρο, η επιστροφή της απασχόλησης μετά από κρίσεις στα προ της κρίσης επίπεδα απαιτεί περισσότερο από μια 10ετία. Αυτό ισχύει για τις χώρες οι οποίες κατάφεραν να επιτύχουν τα επίπεδα απασχόλησης που ίσχυαν προ της κρίσης, διότι πολλές χώρες δεν το κατάφεραν. Και τα 10 χρόνια είναι ο μέσος όρος. Η ελληνική περίπτωση δεν βρίσκεται στον μέσο όρο. Το γεγονός ότι η ανεργία στην Ελλάδα έφτασε σχεδόν το 28% παρά τη μετανάστευση αποτελεί μοναδική περίπτωση για μία μεταπολεμική αναπτυγμένη οικονομία.
Από την άποψη του κατά κεφαλήν εισοδήματος, η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα στο επίπεδο του 2000, δηλαδή 14 χρόνια πίσω. Πρόσφατη μελέτη του ΔΝΤ κατέδειξε ότι σε 26 περιπτώσεις χωρών, στις οποίες ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ υπερέβη το 90% για πέντε ή περισσότερα έτη, ο μέσος όρος υψηλού δημόσιου χρέους διήρκησε 23 χρόνια. Ακόμη και αν η ύφεση στην Ελλάδα φτάσει στο τέλος της το τρέχον έτος, και λαμβάνοντας υπόψη ότι ίσως χρειαστούν ένα-δύο χρόνια για να αποκτήσει ταχύτητα η οικονομία, μάλλον δεν θα γυρίσουμε πριν από το 2030 εκεί που βρισκόμασταν το 2009.
Επιπλέον, η τελευταία πρόβλεψη του ΟΟΣΑ αναμένει ότι το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα συνεχίσει να αυξάνεται έως το 2015 και θα μειωθεί μόλις κάτω από το 160% του ΑΕΠ το 2020, σε αντίθεση με την εκτίμηση της τρόικας για 120% του ΑΕΠ το 2020.  Ο στόχος αυτός θα απαιτούσε μία πραγματική αύξηση του ΑΕΠ πάνω από 5% το χρόνο. Το τελευταίο φαίνεται δύσκολο.
Ο Τζον Λίπσκι, ο προσωρινός γενικός διευθυντής του ΔΝΤ μετά τον Ντομινίκ Στρος Καν, δήλωσε το 2010 μπροστά σε γερμανικό κοινό: «Η κρίση αύξησης του χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ μετά το 2008, της τάξης του 25-30%, θα απαιτήσει δημοσιονομική προσαρμογή για τα επόμενα 20 χρόνια, ώστε το δημόσιο χρέος αρχικά να σταθεροποιηθεί και τελικά να επιστρέψει στα προ της κρίσης επίπεδα». Ο Λίπσκι αναφερόταν στις προηγμένες χώρες με υγιή διακυβέρνηση. Η αύξηση του χρέους στην Ελλάδα είναι πολλαπλάσια του 25-30%, στο οποίο αναφερόταν ο Λίπσκι. Και η διακυβέρνηση στην Ελλάδα είναι η πιο αδύναμη στην Ευρώπη.
Σύμφωνα με μία ιστορική ανάλυση των επιπτώσεων των κρίσεων, πάλι από ερευνητές του ΔΝΤ, η μέση αύξηση της ανεργίας μετά από μία κρίση ήταν 7% και η υψηλότερη ανεργία έφτασε το 29% στις ΗΠΑ (μετά το Μεγάλο Κραχ του 1929). Η μέση διάρκεια της υψηλής ανεργίας εκτιμήθηκε στα 4,8 χρόνια. Η μέση μείωση του ΑΕΠ ήταν 9% -οι ΗΠΑ κατέχουν και πάλι το ρεκόρ με 29%. Η μεγαλύτερη σε διάρκεια ύφεση (4 χρόνια) ήταν αυτή της Αργεντινής στην αρχή της δεκαετίας του 2000. Σε γενικές γραμμές, η Ελλάδα έχει φτάσει και έχει ξεπεράσει αυτά το επίπεδα.
Είναι δύσκολο να αγνοήσει κανείς τη διεθνή εμπειρία εν μέσω της τρέχουσας κατάστασης στην Ελλάδα. Η αξιέπαινη δήλωση του νεοεκλεγέντος πρωθυπουργού το 2012, σύμφωνα με την οποία «η κυβέρνηση συνασπισμού θα μπορούσε να μειώσει την ανεργία κατά 10% μέσα σε 4 χρόνια» και ότι «η χώρα θα επιστρέψει στις αγορές το 2013», αποδείχθηκε αισιόδοξη. Η ανεργία συνέχισε να αυξάνεται. Για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία, τον Ιούνιο του 2013, μία αναπτυγμένη (δηλαδή υψηλών εισοδημάτων) οικονομία υποβαθμίστηκε σε αναδυόμενη. Πρόκειται για την Ελλάδα.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ
vkost@naftemporiki.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου